ἀμαράντινος

ἀμαράντινος
ἀμαράντινος, η, ον (μαραίνω ‘to wither’) unfading in our lit. only fig. of eternal life τὸν ἀ. τῆς δόξης στέφανον the unfading crown of glory (στεφ. ἀ. also Philostrat., Her. 19, 14 p. 208, 18; perh. CIG 155, 39) 1 Pt 5:4. Possibly a wreath of amaranths (Diosc. 4, 57 and Aesop, Fab. 384 H.=369 P. τὸ ἀμάραντον or Artem. 1, 77 p. 70, 19 ὁ ἀμάραντος the flower that μέχρι παντὸς διαφυλάττει), or strawflowers (everlastings) is meant; its unfading quality may typify eternal glory. S. next entry.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμαράντινος — of amaranth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαράντινος — η, ο (Α ἀμαράντινος, ον) [αμάραντος] 1. αυτός που δεν μαραίνεται, ο αμάραντος 2. άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος 3. αυτός που ανήκει στο φυτό αμάραντος ή προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αμαράντινος — η, ο 1. αυτός που προέρχεται από το φυτό αμάραντο (βλ. λ.). 2. στη χριστιανική Eκκλησία «αμαράντινος στέφανος» είναι ο φωτοστέφανος γύρω από τα κεφάλια των αγίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαράντινον — ἀμαράντινος of amaranth masc acc sg ἀμαράντινος of amaranth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαραντίνοις — ἀμαράντινος of amaranth masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαραντίνους — ἀμαράντινος of amaranth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαράντινοι — ἀμαράντινος of amaranth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμαράντιν' — ἀμαράντινα , ἀμαράντινος of amaranth neut nom/voc/acc pl ἀμαράντινε , ἀμαράντινος of amaranth masc voc sg ἀμαράντιναι , ἀμαράντινος of amaranth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • αμάραντος — Γένος φυτών της οικογένειας των αμαραντιδών (δικοτυλήδονα), με 50 είδη που ζουν στις θερμές χώρες. Φυτά ποώδη, μονοετή ή πολυετή, αποκτούν συχνά αρκετό μέγεθος, έχουν φύλλα επαλλάσσοντα και άνθη αρρενοθήλεα ή διαφορετικού φύλου αλλά μόνοικα,… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԹԱՌԱՄ — ( ) NBH 1 0150 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 9c, 11c, 12c ա. ἁμάραντος, ἁμαράντινος, ἁμίαντος non marcescens, immarcidus Որ ոչն թառամի. անթարշամ. միշտ դալար. անեղծ. անարատ. մշտատեւ. անփոփոխ, որ չիթօշնիր՝ չիթոռմիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”